Ο αστρονόμος Eamonn Kerins εισάγει την έννοια της «Αμοιβαίας Ανιχνευσιμότητας» εμπνευσμένος από μια στρατηγική της θεωρίας παιγνίων και στοχεύει στην αύξηση της πιθανότητας ανίχνευσης εξωγήινων πολιτισμών.
Ο Eamonn Kerins από το Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ, στην δημοσίευσή του με τίτλο «Mutual detectability: a targeted SETI strategy that avoids the SETI Paradox», προτείνει μια μέθοδο αναζήτησης εξωγήινων πολιτισμών που βασίζεται (και) στην θεωρία παιγνίων. Η εν λόγω εργασία αναπτύσσει δυο προσεγγίσεις όσον αφορά την αναζήτηση ευφυούς ζωής σε άλλα πλανητικά συστήματα. Η μία σχετίζεται με την αναζήτηση σημάτων στο διάστημα από πιθανούς εξωγήινους πολιτισμούς (Searches for Extraterrestrial Intelligence=SETI). Η άλλη περιλαμβάνει την σάρωση του ουρανού για την ανακάλυψη κατοικήσιμων εξωπλανητών (όπου είναι πιθανή ύπαρξη ευφυούς ζωής) με σκοπό την αποστολή μηνυμάτων προς αυτούς που θα αποκαλύπτει την ύπαρξή μας και την επιθυμία μας για επικοινωνία (Messaging Extraterrestrial Intelligence=METI).
Ο Kerins προτείνει ότι ένας τρόπος για να συγχωνεύσουμε τις δύο προσεγγίσεις με σκοπό την αποτελεσματικότερη αναζήτηση εξωγήινης νοημοσύνης είναι να χρησιμοποιήσουμε μια λογική παρόμοια με αυτή που χρησιμοποιείται στη θεωρία παιγνίων. Ο Kerins ξεκινά σημειώνοντας οτι ο λόγος που οι επιστήμονες στη Γη δεν έχουν ανακαλύψει σήματα από εξωγήινους, είναι πιθανόν να οφείλεται στο ότι δεν στέλνουν κανένα σήμα! Ίσως φοβούνται ότι κάτι τέτοιο θα μπορούσε να τραβήξει την προσοχή μη φιλικών και επικίνδυνων πολιτισμών. Επιπλέον, υποστηρίζει ότι εάν υπάρχουν κι άλλοι εκεί έξω, μπορεί να προσπαθούν να «ακούσουν», όπως κάνουμε ακριβώς και εμείς. Αυτό οδηγεί στο παράδοξο SETI, όπου όλοι προσπαθούν να ακούσουν, αλλά κανείς δεν στέλνει μηνύματα. Πώς θα μπορούσε να επιλυθεί ένα τέτοιο παράδοξο; Η θεωρία παιγνίων υποδεικνύει ότι και οι δυο πλευρές πρέπει να συμφωνούν, πως η πλευρά με την μεγαλύτερη πρόσβαση σε πληροφορίες θα πρέπει να είναι αυτή που θα μεταδώσει πρώτη σήματα επικοινωνίας προς την άλλη.
Ο Kerins προτείνει επίσης ότι και τα δύο μέρη σε μια τέτοια κατάσταση προσπαθούν να χρησιμοποιήσουν αυτό που περιγράφει ως «κοινό παρονομαστή πληροφοριών» για να αποφασίσουν εάν θα στείλουν ένα στοχευμένο σήμα. Τέτοιες πληροφορίες, σημειώνει, πρέπει να είναι σε μορφή που κάθε πλευρά μπορεί να αναγνωρίσει. Μια τέτοια πληροφορία θα ξεκινά με κάτι πολύ βασικό, όπως η ισχύς του σήματος διέλευσης (το ποσοστό της λαμπρότητας του άστρου που αποκρύβεται όταν ένας πλανήτης διέρχεται μπροστά από το άστρο του). Ένα τέτοιο σήμα είναι εύκολο να ανιχνευθεί και είναι επίσης ανεξάρτητο από τις πιθανές μορφές ζωής που μπορεί να υπάρχουν στον πλανήτη. Αυτή η προσέγγιση θα περιόριζε επίσης την αναζήτηση εξωγήινης ζωής μόνο σε εκείνους τους (εξω)πλανήτες που κινούνται στο ίδιο επίπεδο με το επίπεδο της τροχιάς της Γης γύρω από τον ήλιο και αντιστρόφως. Αν ακολουθήσουμε μια τέτοια προσέγγιση, με βάση τα μέχρι τώρα διαθέσιμα δεδομένα, η αναζήτηση περιορίζεται σε έναν μόνο εξωπλανήτη: τον K2-155d. Προτείνεται μάλιστα ότι επειδή το σήμα διέλευσης του εξωπλανήτη K2-155d φαίνεται πιο ισχυρό σ’ εμάς (σε σχέση με το αντίστοιχο σήμα διέλευσης της Γης που βλέπει πιθανός παρατηρητής στον εξωπλανήτη), πρέπει να είμαστε οι πρώτοι που θα στείλουμε ένα σήμα – και στη συνέχεια να περιμένουμε για κάποια απάντηση.