Την 19η Σεπτεμβρίου 1939,ο Αδόλφος Χίτλερ
επισκέφτηκε την πρώην ελεύθερη και τώρα ενσωματωμένη στο Γερμανικό Ράϊχ –
αποτέλεσμα της Πολωνικής εκστρατείας – πόλη του Ντάντσιχ. Εκεί, μιλώντας σε
συγκέντρωση μελών του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος είπε: «Πολύ σύντομα θα φτάσει η στιγμή που θα κατέχουμε ένα όπλο, με την
χρήση του οποίου δεν θα μπορούν να μας επιτεθούν». Εξ αιτίας ακουστικής
παραφθοράς ή λανθασμένης εξιστόρησης, η φράση αυτή έγινε ευρέως γνωστή στον
Βρετανικό τύπο ως αναφορά σε κάποιο άγνωστο, ανώνυμο, μυστικό όπλο, την ύπαρξη
του οποίου υπαινισσόταν ο Χίτλερ για να τρομοκρατήσει τους αντιπάλους του. Όμως
κανένα τέτοιο όπλο δεν εμφανίστηκε και μέσα σε ένα περίπου έτος μετά την
ομιλία, το «Μυστικό Όπλο του Χίτλερ» είχε καταντήσει αντικείμενο αστεϊσμών στις
αίθουσες χορού της Βρετανίας. Κατά την διάρκεια του πολέμου ο περί μυστικών
όπλων λόγος του Χίτλερ διαδόθηκε παντού, παραπέμποντας σχεδόν στο καθετί, από
τις μεραρχίες Πάντσερ (τεθωρακισμένες) ως την ατομική βόμβα, ακόμα και στις
σαθρότερες των υποθέσεων, επενδυμένες με τις λέξεις «ίσως», «πιθανό» και
«πρέπει να υποτεθεί». Αυτό που πολλές από αυτές τις ερμηνείες παρέβλεψαν ήταν
ότι ο λόγος του Χίτλερ απευθυνόταν στα μέλη του κόμματος και ότι υπό αυτές τις
συνθήκες, κάποιες μεγαλοστομίες ήταν αναμενόμενες, καλυμμένες πίσω από την
προσδοκία μεγάλων στιγμών στο μέλλον.
Θα έπρεπε να ληφθεί υπ’ όψη η εικόνα της
παντοδυναμίας που κάθε πολιτικός ηγέτης προσπαθεί να προβάλει από το βήμα του
ομιλητή. Παρ’ όλα αυτά ακόμα και τέτοιου τύπου προκλητικές ρητορείες στηρίζονται
σε μια βάση αλήθειας. Ο Χίτλερ το 1939 γνώριζε πολύ καλά ότι οι επιστήμονες και
οι μηχανικοί του ήταν πολύ απασχολημένοι, αναπτύσσοντας νέα όπλα. Χωρίς
αμφιβολία ένοιωθε πως το να δηλώσει ότι μια μέρα το Γερμανικό έθνος θα ήταν σε
θέση να χρησιμοποιήσει όπλα τα οποία δεν θα διέθετε η άλλη πλευρά, ήταν μια
πραγματοποιήσιμη προφητεία. Στην Βρετανική πλευρά της Βόρειας θάλασσας υπήρχαν
στο παρασκήνιο, κάποιοι που άκουγαν τους λόγους του Χίτλερ και γνώριζαν αρκετά
για να αντιληφθούν ότι πιθανόν κάτι κρυβόταν πίσω τους, κάτι που έχριζε
έρευνας. Οι άνθρωποι αυτοί πίστευαν ότι η δήλωση του Χίτλερ αποτελούσε σίγουρα
το σημείο αναφοράς για κάτι, το οποίο δεν θα έφερνε απαραίτητα την καταστροφή
του κόσμου, άξιζε όμως μια πιο προσεκτική μελέτη.
Καθώς ο πόλεμος έβαινε προς
την λήξη του, οι Βρετανικές και οι Αμερικανικές υπηρεσίες κατέστρωναν σχέδια
για την πλήρη ερευνητική καταγραφή κάθε Γερμανικού ερευνητικού σχεδίου, πεδίου δοκιμών, βλητικών
σταθμών, εργοστασίων παραγωγής πυρομαχικών και κάθε λογής εργαστηρίων, ούτως
ώστε όλα αυτά τα πιθανά μυστικά να αποκαλυφθούν και να διερευνηθούν επ’ ωφελεία
των Συμμάχων. Αποτέλεσμα υπήρξε η δημιουργία ενός αριθμού υπηρεσιών υπευθύνων
για την διεξαγωγή των ερευνών: η Βρετανική Υποεπιτροπή Πληροφοριών περί
Αντικειμένων (B.I.O.S) και η Ενωμένη Υποεπιτροπή Πληροφοριών περί Αντικειμένων (C.I.O.S),
στην οποία υπήχθη σταδιακά η πρώτη. Οι δύο υπηρεσίες μαζί ερευνούσαν οτιδήποτε
ενδιαφέρον. Η επιχείρηση ALSOS,
για παράδειγμα, ασχολήθηκε με την μελέτη των Γερμανικών πυρηνικών ερευνών. Η
επιχείρηση Paperclip
ασχολήθηκε με την Γερμανική βιομηχανία κατασκευής πυραύλων και είχε ως
πρωταρχικό στόχο την συγκέντρωση κάθε στοιχείου, από τα σημειωματάρια των
επιστημόνων ως και τους ίδιους τους επιστήμονες και την μεταφορά τους στις ΗΠΑ
για ανάλυση, πριν προλάβουν οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Ρώσοι να κάνουν το
ίδιο. Είναι άλλωστε γνωστό ότι οι καλύτεροι Γερμανοί επιστήμονες, στον τομέα
της πυραυλικής τεχνολογίας – με επί κεφαλής τον διάσημο φον Μπράουν – εστάλησαν
ή πήγαν οικειοθελώς στις ΗΠΑ και εργάστηκαν για τους Αμερικάνους.
Καθώς οι
συμμαχικές στρατιές προήλαυναν στο Γερμανικό έδαφος το 1944-45, οι διάφορες
αυτές ομάδες και υπηρεσίες τις ακολουθούσαν κατά πόδας, συχνότερα προσπαθώντας
να κρατήσουν μυστικές τις δραστηριότητες τους από τους συμμάχους τους, παρά να
αποκαλύψουν Γερμανικά μυστικά. Όλα όσα ανακάλυψαν, αποδείχθηκαν ελάχιστα
απέναντι στο εύρος των θεμάτων και στο βάθος της Γερμανικής προσπάθειας. Υπήρχε
πληθώρα σχεδίων παραγωγής όπλων, που παρέμεναν εντελώς άγνωστα στους Συμμάχους.
Η C.I.O.S μόνο,
για παράδειγμα, υπέβαλε περισσότερες από 13.000 εκθέσεις και αναφορές, ως
αποτέλεσμα των ερευνών της. Μερικές από τις αναφορές αυτές ήταν προϊόντα
προσεκτικής ανάλυσης από επιστήμονες και τεχνικούς της συμμαχικής πλευράς.
Άλλες όμως ήταν απλά πολύτομα σενάρια, συνταγμένα από έρευνες που έγιναν στην
διάρκεια του πολέμου και προήλθαν από την ανάκριση του εκάστοτε υπευθύνου για
ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα, Γερμανού ερευνητή, ο οποίος υποχρεωνόταν να πάρει
μολύβι και χαρτί και να γράψει ότι γνώριζε για το τάδε πρόγραμμα, με αντάλλαγμα
την ελευθερία του. Πολλά από τα σχέδια αυτά είναι πολύ γνωστά, τα περισσότερα
όμως είναι άγνωστα. Ωστόσο η πιο σημαντική ανακάλυψη των Συμμάχων ήταν ότι η
τύχη ήταν τελικά με το μέρος τους. Οι δυνατότητες των Γερμανών να παράγουν
επικίνδυνα όπλα ήταν τεράστιες. Πρακτικά όμως εξουδετερώθηκαν από το διοικητικό
και οργανωτικό χάος που επικρατούσε στην Γερμανική πλευρά. Ένα από τα σχέδια που αποκαλύφθηκαν από τις
έρευνες, αποτελεί το αντικείμενο των επόμενων γραμμών. Αυτό το σχέδιο ήταν οι
ΙΠΤΑΜΕΝΟΙ ΔΙΣΚΟΙ!
Οι πληροφορίες που ακολουθούν
προέρχονται από τις σελίδες του βιβλίου «German Secret Weapons of the Second World War», του Ian Hogg, ο οποίος
στρατολογήθηκε από τον Βρετανικό στρατό το 1945, και τον υπηρέτησε για 27 έτη.
Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς σε θέματα στρατιωτικής
ιστορίας. Οι πληροφορίες του προέρχονται από αναφορές και ανακρίσεις της C.I.O.S και της B.I.O.S και από αναφορές των υπηρεσιών
πληροφοριών, σχετικές με την ανάπτυξη των προγραμμάτων μυστικών όπλων, που
συντάχθηκαν με το τέλος του πολέμου.
Ιπτάμενοι Δίσκοι
Η Λούφτβαφφε (Πολεμική Αεροπορία της Γερμανίας) αποτελούσε
σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις, προέκταση των πολεμικών δυνατοτήτων του
Γερμανικού στρατού, αφού ο κύριος ρόλος της ήταν η υποστήριξη των χερσαίων
δυνάμεων και η άμυνα του Ράιχ, ενώ
λειτουργούσε πολύ λιγότερο ως στρατηγικό όπλο. Ως αποτέλεσμα η ανάπτυξη
μαχητικών αεροσκαφών ήταν ζήτημα πρώτης προτεραιότητας. Πολλά δε εκπληκτικά
μαχητικά παρήχθησαν και έδρασαν στην υπηρεσία της Λούφτβαφφε. Την άνοιξη του
1941 άρχισε να υπάρχει Γερμανικό ενδιαφέρον για δισκοειδή αεροσκάφη. Τα πρώτα
τεστ πρέπει να έγιναν τον Ιούνιο του 1942 υπό την καθοδήγηση του Γερμανού
μηχανικού Rudolf Schriever.
Οι πληροφορίες που έχουμε για την εξέλιξη των προγραμμάτων είναι ελάχιστες.
Παρ’ όλα αυτά πριν τον θάνατό του, 15 χρόνια μετά τον πόλεμο, ο Schriever ήταν πεπεισμένος
ότι ο μεγάλος αριθμός ΑΤΙΑ που είχαν θεαθεί σ’ όλο τον κόσμο, ήταν απόδειξη ότι
τα σχέδια του είχαν εφαρμοσθεί και αναπτυχθεί. Η πρώτη αναφορά των γερμανικών
Ιπτάμενων Δίσκων στα μέσα μαζικής ενημέρωσης φαίνεται να ήταν ένα άρθρο που
εμφανίστηκε στην ιταλική εφημερίδα Il Giornale d'Italia στις αρχές του 1950.
Συντάχθηκε από τον καθηγητή Giuseppe Belluzzo, Ιταλό επιστήμονα και πρώην
υπουργό Εθνικής Οικονομίας υπό το καθεστώς του Μουσολίνι, ο οποίος ισχυρίστηκε
ότι «τα διάφορα είδη των Ιπτάμενων Δίσκων σχεδιάστηκαν και μελετήθηκαν στη
Γερμανία και την Ιταλία ήδη από το 1942».
Sack AS 6
Τον Ιούνιο του 1939, πραγματοποιήθηκε στη Λειψία ο πρώτος
εθνικός διαγωνισμός αεροκινητήρων με κινητήρες καύσης. Ο Arthur Sack , ο οποίος
ονειρευόταν ένα αεροπλάνο με κυκλική πτέρυγα, παρουσίασε το μοντέλο AS-1, αλλά δυστυχώς έπρεπε να
εκτοξευθεί με το χέρι. Ο Ernst Udet,
που ήταν τότε ο υπουργός αεροπορίας της Γερμανίας, ενθάρρυνε τον Arthur Sack να συνεχίσει την έρευνά
του. Ο Sack δημιούργησε
τέσσερα επιπλέον μοντέλα αυξανόμενου μεγέθους, που κορυφώθηκαν με το πρώτο του
επανδρωμένο αεροσκάφος, το Sack AS-6.
Το AS-6 κατασκευάστηκε
στην εταιρεία Mitteldeutsche Motorwerke,
ενώ η τελική συναρμολόγηση πραγματοποιήθηκε στα εργαστήρια Flugplatz-Werkstatt στην αεροπορική βάση Brandis στις αρχές του 1944.
Οι δοκιμές που διεξήχθησαν τον Φεβρουάριο του 1944 έδειξαν πολλά προβλήματα τα
οποία έπρεπε να επιλυθούν πριν τεθεί σε λειτουργία το αεροσκάφος. Τα πιο
σημαντικά ήταν το πολύ αδύναμο ουραίο πτερύγιο και
η χαμηλή ισχύς του κινητήρα. Οι επόμενες δοκιμές πραγματοποιήθηκαν τον Απρίλιο,
ο πιλότος ωστόσο δήλωσε ότι η πτήση ήταν αδύνατη χωρίς ισχυρότερο κινητήρα, και
τα φτερά ήταν πολύ μικρά. Το χειμώνα του 1944/45 το πρωτότυπο υπέστη επιπλέον
βλάβες εξαιτίας των συμμαχικών βομβαρδισμών, και τελικά οι Γερμανοί αποφάσισαν
να το διαλύσουν.
Fluelrad II V.3
Το Fluelrad II V.3 επρόκειτο να είναι το αποκορύφωμα αυτού
του προγράμματος: ένας μεγάλος τετραμελής δίσκος που θα μπορούσε να χρησιμεύσει
ως βομβαρδιστικό με δυνατότητες VTOL. Θα ήταν ένα τεράστιο στρατοσφαιρικό
αεροσκάφος με δύο κινητήρες BMW 018 στο κάτω μέρος του σώματος δίπλα-δίπλα. Η
ήττα των Γερμανών από τους Συμμάχους στα μέσα του 1945 τελείωσε όλες τις
έρευνες σε αυτή την φιλόδοξη ιδέα, ενώ όλα τα πρωτότυπα καταστράφηκαν κατά την
ρωσική προέλαση.
Omega Diskus
Το 1939, ο Josef Epp
σχεδίασε ένα ριζοσπαστικό αεροσκάφος με ρότορες/τζετ που τo ονόμασε «Helioplane». Αλλά αυτό το
σχέδιο δεν μπορούσε να συνεχιστεί εξαιτίας της πρώιμης φάσης ανάπτυξης των
γερμανικών στροβιλοσωμάτων Heinkel,
BMW και Junkers. Ο Epp συνέχισε να προσπαθεί να αναπτύξει
έναν πιο καθαρό δίσκο πτήσης όταν έμαθε ότι παρόμοια έργα ήταν ήδη σε εξέλιξη
σε μεγάλο μέρος του Ράιχ . Το 1943 σχεδίασε το Omega Diskus, το οποίο κατασκευάστηκε
και δοκιμάστηκε κρυφά στο εργοστάσιο της Skoda στην Πράγα, και το οποίο
συνδύαζε την τεχνολογία ανεμιστήρα με δύο ανεπτυγμένους ρότορες που προωθούνταν
από τους Rambets Pabst
που είχαν αναπτυχθεί για το FW Triebflügel και χρησιμοποιούσαν την
αυξανόμενη ανύψωση του Coanda Effect.
Αποτελείτο από ένα κυκλικό πιλοτήριο διαμέτρου 4 μέτρων, και μια πτέρυγα δίσκου
διαμέτρου 19 μέτρων. Κατά την κατασκευή του «πτητικού γυροσκοπίου» του Epp
υπήρξαν μερικά προβλήματα που
προκλήθηκαν από τους ρότορες. Ένα βελτιωμένο μοντέλο έκανε την πρώτη
δοκιμαστική πτήση του τον Φεβρουάριο του 1945.Οι υπάρχουσες φωτογραφίες του Omega Diskus είναι τεσσάρων
μοντέλων 1/10 της κλίμακας που κατασκευάστηκαν αυστηρά για αεροδυναμικές
δοκιμές. Δεν κατασκευάστηκε ποτέ πρωτότυπο αεροσκάφος πλήρους κλίμακας και ο Epp, που φημολογήθηκε ότι
έχει εργαστεί σε διάφορα άλλα έργα δίσκων, δυστυχώς δεν το έκανε. Και σε αυτή
τη περίπτωση η γρήγορη προέλαση των συμμαχικών δυνάμεων (οι Ρώσοι έφτασαν στις
5 Μαΐου 1945 στην Πράγα), ανάγκασε την ομάδα που εμπλεκόταν στην κατασκευή των
ιπτάμενων δίσκων να ανατινάξουν όλα τα πρωτότυπα και να κάψουν όλα τα σχέδια
και το υπόλοιπο υπάρχον υλικό.
Αυτά τα τρία μοντέλα δίσκων είναι και τα μοναδικά που
προέρχονται από αναφορές και ανακρίσεις της C.I.O.S και της B.I.O.S. μετά το
τέλος του πολέμου. Αν κάνουμε μια βόλτα στο διαδίκτυο θα βρούμε να κυκλοφορούν
πολλές ακόμα εικόνες και μοντέλα δίσκων από την εποχή της ναζιστικής Γερμανίας,
χωρίς όμως να γνωρίζουμε την πηγή προέλευσης τους, επομένως τίθεται και θέμα
αυθεντικότητα τους.