Το κόκκινο σπίτι ή «κοκκινόσπιτο», όπως είναι γνωστό στους
κατοίκους της Σύρου, είναι ένα ερειπωμένο διώροφο αρχοντικό στην περιοχή του
Επισκοπείου, πέντε μόλις λεπτά με το αυτοκίνητο από την πρωτεύουσα, Ερμούπολη.
Θεωρείται από πολλούς ως στοιχειωμένο και αμαρτωλό σπίτι και λέγεται πως
ενέπνευσε τον Μ. Καραγάτση να γράψει το 1953 το μυθιστόρημα "Η Μεγάλη
Χίμαιρα". Επειδή η ονομασία «κοκκινόσπιτο» δεν υπάρχει πουθενά στο
μυθιστόρημα πιστεύεται ότι το όνομα δόθηκε από τους Συριανούς είτε εξαιτίας του
εξωτερικού χρώματος που είναι στην ίδια απόχρωση με του αίματος είτε για να
δηλώσει το γεγονός ότι βάφτηκε κόκκινο από το αίμα των Ρεΐζηδων.
Η ιστορία της
οικογένειας των Ρεΐζηδων
Σύμφωνα με κατοίκους του νησιού, η ιστορία που αφηγείται στο
βιβλίο του ο Μ. Καραγάτσης, "Η Μεγάλη Χίμαιρα", ίσως να είναι αληθινή
και να στηρίχθηκε σε κάποια από τα αληθινά γεγονότα που στοίχειωσαν το
"Κόκκινο σπίτι".
Όπως αναφέρει ο θρύλος μια νεαρή Γαλλίδα που ονομάζεται
Μαρίνα Μπαρέ και μεγαλώνει σε μια πόλη της Γαλλίας περνά δύσκολα παιδικά
χρόνια, καθώς η μητέρα της για να μπορέσει να τους συντηρήσει μετά το θάνατο
του πατέρα της, γίνεται πόρνη. Η συναίσθηση όλου αυτού της προκαλεί παιδικά
τραύματα που την ακολουθούν στη ζωή της ώσπου γνωρίζει τον Έλληνα καπετάνιο
Γιάννη Ρεϊζή ο οποίος ήταν γεννημένος στην Κάσο, αλλά σε μικρή ηλικία
μετακόμισε με τους γονείς του στην Σύρο.
Ερωτεύονται και την παίρνει μαζί του στην Ελλάδα, στο νησί
της Σύρου, όπου μια εβδομάδα αργότερα παντρεύονται στον Άγιο Νικόλαο και
δημιουργούν οικογένεια. Η ζωή τους, κυλάει όμορφα, μέχρι όμως που τα πράγματα
αλλάζουν, όταν η Μαρίνα γνωρίζει τον αδερφό του Γιάννη, τον Μηνά. Τότε
δημιουργείται μεταξύ τους ένας παράφορος ερωτισμός, ο οποίος τελικά εκδηλώνεται
σε ένα διάστημα που ο Γιάννης λόγω οικονομικών προβλημάτων, εργάζεται πάλι ως
καπετάνιος στο καράβι τους. Τη μοιραία νύχτα, χάνει τη μικρή Αννούλα (κόρη που
έχει αποκτήσει με τον Γιάννη) από πνευμονία, ενώ παράλληλα μένει έγκυος από τον
Μηνά.
Η πεθερά της, Άννα Ρεϊζή, που τους έχει πιάσει στο κρεβάτι
της αμαρτίας, διώχνει τον Μηνά από το σπίτι μετά την κηδεία της εγγονής της και
εκείνος αυτοκτονεί.
Ο Γιάννης ενημερώνεται για όσα έχουν συμβεί ενώ βρίσκεται
ήδη στο ταξίδι του γυρισμού. Όλα αυτά ωθούν τη Μαρίνα στην αυτοκτονία,
στοιχειώνοντας με τη φασματική παρουσία της το σπίτι, το οποίο από τότε
παραμένει έρημο αφού δεν βρέθηκαν ποτέ νόμιμοι κληρονόμοι. Είναι σχεδόν «κοινό
μυστικό» στο Επισκοπείο, ότι η ιστορία της οικογένειας του σπιτιού, είναι
μάλλον αληθινή και ότι υπάρχουν μέχρι και σήμερα στο νησί απόγονοι της, που
προήλθαν κατά πάσα πιθανότητα από δεύτερο γάμο του Γιάννη, του μοναδικού που
επέζησε της "καταστροφής", όταν η οικογένεια βρέθηκε στο μάτι του
κυκλώνα και κατέφυγε στην Αθήνα. Λένε, ότι οι απόγονοι της αιματοβαμμένης
οικογένειας, εγκαταστάθηκαν ύστερα από πολλά χρόνια ξανά στο νησί, σε άλλο όμως
σπίτι, με άλλο όνομα, προσπαθώντας έτσι να βγάλουν από πάνω τους τη «ρετσινιά».
Έτσι εξηγείται και το γεγονός ότι ουδέποτε διεκδικήθηκε η τεράστια ακίνητη
περιουσία... Παλαιότερα υπήρχε η εντύπωση ότι τα βράδια ακούγονταν οι λυγμοί
της Ρεΐζη, οι φωνές της Μαρίνας και τα γέλια του μικρού κοριτσιού. Πολλοί
πιστεύουν ότι το σπίτι εξακολουθεί να έχει κακή ενέργεια και υποστηρίζουν πως
όποιος τάραξε την ησυχία του ή τόλμησε να μετακινήσει έπιπλα και αντικείμενα,
βρήκε τραγικό θάνατο κάτω από ανεξιχνίαστες συνθήκες. Έτσι, δημιουργήθηκε στο
νησί ο μύθος του στοιχειωμένου κόκκινου σπιτιού. Κατά άλλους, όλα αυτά ανήκουν
στη σφαίρα της φαντασίας και ότι ο χώρος ήταν απλά ένας τόπος συνάντησης
χαρτοπαιχτών και παράνομων ζευγαριών, τους οποίους διασκέδαζε να τρομοκρατεί
ένας κάτοικος με ελαφρά νοητική στέρηση.
Η στιγμή της
επίσκεψης μας
Αποφασίσαμε να επισκεφτούμε την Σύρο και το κοκκινόσπιτο τον
Μάιο του 2014 και αφού προηγήθηκε μια επίσκεψη μας στην βιβλιοθήκη της
Ερμούπολης ώστε να ενημερωθούμε όσο το δυνατόν περισσότερο για την ιστορία του
σπιτιού. Η επίσκεψη μας στο σπίτι πραγματοποιήθηκε ένα απόγευμα Πέμπτης, ενώ
στα χέρια μας κρατούσαμε και το βιβλίο του Καραγάτση «Η Μεγάλη Χίμαιρα» που
περιγράφει την ζωή των Ρεΐζηδων. Το σπίτι εξωτερικά αν και ερειπωμένο είναι
άκρως εντυπωσιακό. Το χρώμα εξωτερικά είναι όντος ένα σκούρο βαθύ κόκκινο ή
μπορντό, ένα χρώμα που ανέκαθεν ήταν συνώνυμο της πολυτέλειας και της υψηλής
αισθητικής. Έξι εντυπωσιακές πέτρινες κολόνες δεσπόζουν μπροστά από την δίπορτη
είσοδο που οδηγεί στον εσωτερικό διάδρομο του σπιτιού. Δυο μέτρα από την είσοδο
ένα μικρό άνοιγμα στο πάτωμα που χρησίμευε ως στέρνα, πρόχειρα κλεισμένη,
απαιτεί προσοχή για την αποφυγή ατυχημάτων. Πρώτη πόρτα δεξιά και ο χώρος ακόμα
και σήμερα αρκετά εντυπωσιακός. Πρόκειται για τον χώρο της κουζίνας με το τζάκι
στη γωνία του δωματίου που εκείνη την εποχή χρησιμοποιούνταν και για μαγείρεμα.
Απέναντι από την κουζίνα ένα μικρό δωμάτιο, προθάλαμος στην ουσία για το σαλόνι
που ακολουθεί και βλέπει στον κεντρικό δρόμο.
Δυο πόρτες, η μια από το σαλόνι και η δεύτερη από τον
κεντρικό διάδρομο οδηγούν στο πίσω δωμάτιο που ήταν το γραφείο του Γιάννη
Ρεΐζη, και τα παράθυρα του βλέπουν στο βουνό. Στο τέλος του διαδρόμου και δεξιά
μια ξύλινη εσωτερική σκάλα που τρίζει με μεγάλα παράθυρα στους τοίχους και η
οποία οδηγεί στα υπνοδωμάτια του πάνω ορόφου. Μπροστά στη σκάλα προβάλει πρώτο
ένα μικρό υπνοδωμάτιο που πιθανόν ήταν ο χώρος της Άννας, μητέρα του Γιάννη
Ρεΐζη. Δίπλα ακριβώς υπάρχει το μεγάλο υπνοδωμάτιο του Γιάννη και της Μαρίνας
με τα εντυπωσιακά σχέδια που διατηρούνται ακόμα και σήμερα στο ταβάνι. Σε ένα
σημείο του τοίχου ψηλά αντικρίζουμε το σχέδιο μιας πεταλούδας, σχέδιο που
υπάρχει και στο χώρο του γραφείου στον κάτω όροφο. Στην αρχαία Ελλάδα οι
πεταλούδες ονομάζονταν «ψυχές», καθώς πιστευόταν ότι είναι οι ψυχές των νεκρών.
Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν την πεταλούδα «σκώληκα ή καμπή», ενώ τη χρυσαλλίδα,
το επόμενο δηλαδή στάδιο μεταμόρφωσης από την κάμπια, «νεκύδαλλο», που σημαίνει
«περίβλημα νεκρού». Στο μύθο η ψυχή συνδέεται με την πεταλούδα και ο μύθος
ερμηνεύεται βάσει αυτής της διπλής ιδιότητας. Είναι η ιστορία της ψυχής που
αγγίζεται από τη θεία αγάπη, αλλά εξαιτίας των λαθών της πρέπει να υποβληθεί σε
ορισμένες δοκιμασίες πριν επιτύχει την μακαριότητα της αθανασίας. Ένα τρίτο
δωμάτιο βρίσκετε στην πίσω πλευρά, πάνω δηλαδή από το γραφείο του Γιάννη,
πιθανόν το δωμάτιο της μικρής Άννας.
Όσοι αποφασίσετε να επισκεφτείτε το κοκκινόσπιτο καλό θα
είναι προηγουμένως να έχετε διαβάσει το βιβλίο του Καραγάτση «Η Μεγάλη
Χίμαιρα». Περπατώντας στους διαδρόμους και τα δωμάτια του σπιτιού ίσως σταθείτε
τυχεροί και δείτε να προβάλλονται μπροστά σας εικόνες από τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν εκείνη την εποχή, και γιατί
όχι να ακούσετε και την μικρή Αννούλα να τρέχει στα δωμάτια ανέμελη και
ξέγνοιαστη χωρίς να γνωρίζει τι της επιφυλάσσει η μοίρα.
Και ένα τελευταίο σχόλιο. Κρίμα τέτοιοι χώροι να μένουν
ανεκμετάλλευτοι και να αφήνονται έρμαια της φύσης, χαρτοπαιχτών, παράνομων
ζευγαριών, και τοξικομανών.
Η πρόσοψη του κοκκινόσπιτου. Ο Νίκος στο χέρι κρατά ως οδηγό
το βιβλίο του Καραγάτση «Η ΜΕΓΑΛΗ ΧΙΜΑΙΡΑ»
Η στέρνα στο κεντρικό διάδρομο, δύο μέτρα μετά την είσοδο
Κουζίνα
Ο προθάλαμος και στο βάθος το σαλόνι
Η είσοδος από το διάδρομο για το γραφείο του Γιάννη
Το δωμάτιο του γραφείου. Η θέα από τα παράθυρα και το
μπαλκόνι είναι προς την πλευρά του βουνού
Η σκάλα προς τον πάνω όροφο και τα μεγάλα παράθυρα
Το μικρό δωμάτιο της μητέρας του Γιάννη μπροστά από τις σκάλες
Ο ουρανός από το εντυπωσιακό δωμάτιο της Μαρίνας και του
Γιάννη
Το τρίτο δωμάτιο του πάνω ορόφου, πιθανόν της μικρής
Αννούλας με θέα το βουνό
Στην αρχαία Ελλάδα οι πεταλούδες ονομάζονταν «ψυχές», καθώς
πιστευόταν ότι είναι οι ψυχές των νεκρών
ΠΗΓΕΣ: ACT FREE
wikipedia
kykeon